- προκαθεζομένη
- πρό , κατά-ἕζομαιseat oneselfpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)πρό-καθέζομαιsit downpres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθεζομένῃ — πρό , κατά ἕζομαι seat oneself pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) πρό καθέζομαι sit down pres part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθέζομαι — Α 1. προΐσταμαι, προεδρεύω 2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ 3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» η μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»] … Dictionary of Greek